Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
δουλικός
δούλιος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
δοῦλος
δουλοσύνη
δουλόσυνος
δουλόω
View word page
δούλευμα
δούλευμα δούλευμα, ατος, τό, a service, Eur. a slave, Soph. from δουλεύω

ShortDef

a service

Debugging

Headword:
δούλευμα
Headword (normalized):
δούλευμα
Headword (normalized/stripped):
δουλευμα
IDX:
8811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8814
Key:
dou/leuma

Data

{'content': 'δούλευμα\n δούλευμα, ατος, τό,\n a service, Eur.\n a slave, Soph.\n from δουλεύω', 'key': 'dou/leuma'}