δούλειος
δούλειος
δούλειος α ον; δούλειος ον
δοῦλος
slavish, servile, Od., Theogn., Attic
{
"content": "δούλειος\n δούλειος α ον; δούλειος ον\n δοῦλος\n slavish, servile, Od., Theogn., Attic",
"key": "dou/leios"
}