Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
δουλικός
δούλιος
δουλοπρέπεια
δουλοπρεπής
View word page
δοτήρ
δοτήρ δοτήρ, ῆρος, ὁ δότειρα, ας ἡ Hes. δότης, ου ὁ, late NTest. δίδωμι a giver, dispenser, Il., Aesch.
ShortDef
a giver, dispenser
Debugging
Headword:
δοτήρ
Headword (normalized):
δοτήρ
Headword (normalized/stripped):
δοτηρ
IDX:
8807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8810
Key:
doth/r
Data
{'content': 'δοτήρ\n δοτήρ, ῆρος, ὁ\n δότειρα, ας ἡ Hes.\n δότης, ου ὁ, late NTest.\n δίδωμι\n a giver, dispenser, Il., Aesch.', 'key': 'doth/r'}