Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἰόλος
αἰολόστομος
αἴ
αἰ
αἰπεινός
αἰπήεις
αἰπολέω
αἰπολικός
αἰπόλιον
αἰπόλος
αἶπος
αἰπός
αἰπυμήτης
αἰπύνωτος
αἰπύς
αἱρέσιμος
αἵρεσις
αἱρετέος
αἱρετίζω
αἱρετικός
αἱρετός
View word page
αἶπος
αἶπος αἰπύς a height, a steep, Aesch.:— πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, metaph. of a difficult task, Eur.
ShortDef
a height, a steep
Debugging
Headword:
αἶπος
Headword (normalized):
αἶπος
Headword (normalized/stripped):
αιπος
IDX:
881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n881
Key:
ai)=pos
Data
{'content': 'αἶπος\n αἰπύς \n a height, a steep, Aesch.:— πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, metaph. of a difficult task, Eur.', 'key': 'ai)=pos'}