Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
δουλικός
View word page
δορυφόρος
δορυφόρος δορῠ-φόρος, ον φέρω spear-bearing, Aesch. as Subst. a spearman, pikeman, Xen. δορυφόροι, οἱ, the body-guard, of kings and tyrants, Lat. satellites, Hdt., etc.:—metaph., ἡδοναὶ δ. satellite pleasures, Plat.

ShortDef

spear-bearing

Debugging

Headword:
δορυφόρος
Headword (normalized):
δορυφόρος
Headword (normalized/stripped):
δορυφορος
IDX:
8804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8807
Key:
dorufo/ros

Data

{'content': 'δορυφόρος\n δορῠ-φόρος, ον\n φέρω\n spear-bearing, Aesch.\n as Subst. a spearman, pikeman, Xen.\n δορυφόροι, οἱ, the body-guard, of kings and tyrants, Lat. satellites, Hdt., etc.:—metaph., ἡδοναὶ δ. satellite pleasures, Plat.', 'key': 'dorufo/ros'}