Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
δουλεύω
View word page
δορυφορία
δορυφορία δορῠφορία, ἡ, guard kept over, τινός Xen. from δορῠφόρος
ShortDef
guard kept over
Debugging
Headword:
δορυφορία
Headword (normalized):
δορυφορία
Headword (normalized/stripped):
δορυφορια
IDX:
8803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8806
Key:
dorufori/a
Data
{'content': 'δορυφορία\n δορῠφορία, ἡ,\n guard kept over, τινός Xen.\n from δορῠφόρος', 'key': 'dorufori/a'}