δορυφόρημα
δορυφόρημα
from δορῠφορέω
δορῠφόρημα, ατος, τό,
a body of guards, Luc.
{
"content": "δορυφόρημα\n from δορῠφορέω\n δορῠφόρημα, ατος, τό,\n a body of guards, Luc.",
"key": "dorufo/rhma"
}