Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
δούλειος
δούλευμα
δουλευτέος
View word page
δορυφόρημα
δορυφόρημα from δορῠφορέω δορῠφόρημα, ατος, τό, a body of guards, Luc.

ShortDef

a body of guards

Debugging

Headword:
δορυφόρημα
Headword (normalized):
δορυφόρημα
Headword (normalized/stripped):
δορυφορημα
IDX:
8802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8805
Key:
dorufo/rhma

Data

{'content': 'δορυφόρημα\n from δορῠφορέω\n δορῠφόρημα, ατος, τό,\n a body of guards, Luc.', 'key': 'dorufo/rhma'}