Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
δουλαγωγέω
δουλεία
View word page
δορυσσόητος
δορυσσόητος δορυσ-σόητος, ον = δορύσσοος μόχθων δορυσσοήτων, of the toils of battle, Soph.

ShortDef

of battle

Debugging

Headword:
δορυσσόητος
Headword (normalized):
δορυσσόητος
Headword (normalized/stripped):
δορυσσοητος
IDX:
8799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8802
Key:
dorusso/hs

Data

{'content': 'δορυσσόητος\n δορυσ-σόητος, ον\n = δορύσσοος\n μόχθων δορυσσοήτων, of the toils of battle, Soph.', 'key': 'dorusso/hs'}