Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
δοτέος
δοτήρ
View word page
δορυξόος
δορυξόος , ον -ου, ὁ, ξέω a maker of spears, Plut., δορυξός Ar.
ShortDef
a maker of spears
Debugging
Headword:
δορυξόος
Headword (normalized):
δορυξόος
Headword (normalized/stripped):
δορυξοος
IDX:
8797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8800
Key:
doruco/os
Data
{'content': 'δορυξόος\n , ον\n -ου, ὁ, \n ξέω\n a maker of spears, Plut., δορυξός Ar.', 'key': 'doruco/os'}