Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
View word page
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνονίδης Patronymic Agamemnonʼs son, Orestes, Od.
ShortDef
Agamemnon's son
Debugging
Headword:
Ἀγαμεμνονίδης
Headword (normalized):
ἀγαμεμνονίδης
Headword (normalized/stripped):
αγαμεμνονιδης
IDX:
88
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n88
Key:
*)agamemnoni/dhs
Data
{'content': 'Ἀγαμεμνονίδης\n Patronymic\n Agamemnonʼs son, Orestes, Od.', 'key': '*)agamemnoni/dhs'}