Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
δόσις
View word page
δορυδρέπανον
δορυδρέπανον δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, a kind of halbert, Plat.
ShortDef
halbert
Debugging
Headword:
δορυδρέπανον
Headword (normalized):
δορυδρέπανον
Headword (normalized/stripped):
δορυδρεπανον
IDX:
8795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8798
Key:
dorudre/panon
Data
{'content': 'δορυδρέπανον\n δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό,\n a kind of halbert, Plat.', 'key': 'dorudre/panon'}