Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
δορυφορία
δορυφόρος
View word page
δόρπον
δόρπον δόρπον, ου, τό, δόρπος, ου, ὁ, Anth. in Hom. the evening meal, whether called dinner or supper, Lat. coena:—later, generally, a meal, Hhymn. deriv. uncertain

ShortDef

the evening meal

Debugging

Headword:
δόρπον
Headword (normalized):
δόρπον
Headword (normalized/stripped):
δορπον
IDX:
8794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8797
Key:
do/rpon

Data

{'content': 'δόρπον\n δόρπον, ου, τό,\n δόρπος, ου, ὁ, Anth.\n in Hom. the evening meal, whether called dinner or supper, Lat. coena:—later, generally, a meal, Hhymn.\n deriv. uncertain', 'key': 'do/rpon'}