Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
δορυφορέω
δορυφόρημα
View word page
δορπηστός
δορπηστός δορπηστός, ὁ, supper-time, evening, Ar., Xen.

ShortDef

supper-time, evening

Debugging

Headword:
δορπηστός
Headword (normalized):
δορπηστός
Headword (normalized/stripped):
δορπηστος
IDX:
8792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8795
Key:
dorphsto/s

Data

{'content': 'δορπηστός\n δορπηστός, ὁ,\n supper-time, evening, Ar., Xen.', 'key': 'dorphsto/s'}