Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
δορυσσόος
View word page
δορός
δορός δορός, ὁ, δέρω a leathern bag or wallet, Od.

ShortDef

a leathern bag

Debugging

Headword:
δορός
Headword (normalized):
δορός
Headword (normalized/stripped):
δορος
IDX:
8790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8793
Key:
doro/s

Data

{'content': 'δορός\n δορός, ὁ,\n δέρω\n a leathern bag or wallet, Od.', 'key': 'doro/s'}