Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
δόρυ
δορυσσόητος
View word page
δορκάς
δορκάς άδος, ἡ, ζορκάς, ἡ, δόρξ, -κος, ἡ, δέδορκα a kind of deer (so called from its large bright eyes), in Greece, the roe-deer, Eur., Xen.; in Syria and Africa, the gazelle, Hdt. so, δόρξ, δορκός, Eur., etc.; ζορκάς, Hdt.

ShortDef

a kind of deer

Debugging

Headword:
δορκάς
Headword (normalized):
δορκάς
Headword (normalized/stripped):
δορκας
IDX:
8789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8792
Key:
dorka/s

Data

{'content': 'δορκάς\n άδος, ἡ, \n ζορκάς, ἡ, \n δόρξ, -κος, ἡ, \n δέδορκα\n a kind of deer (so called from its large bright eyes), in Greece, the roe-deer, Eur., Xen.; in Syria and Africa, the gazelle, Hdt. so, δόρξ, δορκός, Eur., etc.; ζορκάς, Hdt.', 'key': 'dorka/s'}