Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
δορυξόος
View word page
δορκάδειος
δορκάδειος δορκάδειος (ᾰ), η, ον δορκάς of an antelope, Theophr.

ShortDef

of an antelope

Debugging

Headword:
δορκάδειος
Headword (normalized):
δορκάδειος
Headword (normalized/stripped):
δορκαδειος
IDX:
8787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8790
Key:
dorka/deios

Data

{'content': 'δορκάδειος\n δορκάδειος (ᾰ), η, ον\n δορκάς\n of an antelope, Theophr.', 'key': 'dorka/deios'}