Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
δορύξενος
View word page
δορίτολμος
δορίτολμος δορί-τολμος, ον τόλμα bold in war, Anth.

ShortDef

bold in war

Debugging

Headword:
δορίτολμος
Headword (normalized):
δορίτολμος
Headword (normalized/stripped):
δοριτολμος
IDX:
8786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8789
Key:
dori/tolmos

Data

{'content': 'δορίτολμος\n δορί-τολμος, ον\n τόλμα\n bold in war, Anth.', 'key': 'dori/tolmos'}