Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
δορυδρέπανον
View word page
δορίτμητος
δορίτμητος δορί-τμητος, ον τέμνω pierced by the spear, Aesch.

ShortDef

pierced by the spear

Debugging

Headword:
δορίτμητος
Headword (normalized):
δορίτμητος
Headword (normalized/stripped):
δοριτμητος
IDX:
8785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8788
Key:
dori/tmhtos

Data

{'content': 'δορίτμητος\n δορί-τμητος, ον\n τέμνω\n pierced by the spear, Aesch.', 'key': 'dori/tmhtos'}