Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
δόρπον
View word page
δοριτίνακτος
δοριτίνακτος δορῐ-τίνακτος (ῐ), ον τινάσσω shaken by battle, Aesch.
ShortDef
shaken by battle
Debugging
Headword:
δοριτίνακτος
Headword (normalized):
δοριτίνακτος
Headword (normalized/stripped):
δοριτινακτος
IDX:
8784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8787
Key:
doriti/naktos
Data
{'content': 'δοριτίνακτος\n δορῐ-τίνακτος (ῐ), ον\n τινάσσω\n shaken by battle, Aesch.', 'key': 'doriti/naktos'}