δοριτίνακτος
δοριτίνακτος
δορῐ-τίνακτος (ῐ), ον
τινάσσω
shaken by battle, Aesch.
{
"content": "δοριτίνακτος\n δορῐ-τίνακτος (ῐ), ον\n τινάσσω\n shaken by battle, Aesch.",
"key": "doriti/naktos"
}