Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
Δορπία
View word page
δοριστέφανος
δοριστέφανος δορι-στέφανος, ον crowned for bravery, Anth.
ShortDef
crowned for bravery
Debugging
Headword:
δοριστέφανος
Headword (normalized):
δοριστέφανος
Headword (normalized/stripped):
δοριστεφανος
IDX:
8783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8786
Key:
doriste/fanos
Data
{'content': 'δοριστέφανος\n δορι-στέφανος, ον\n crowned for bravery, Anth.', 'key': 'doriste/fanos'}