Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
δορπηστός
View word page
δορισθενής
δορισθενής δορισθενής, ές σθένος mighty with the spear, Aesch.
ShortDef
mighty with the spear
Debugging
Headword:
δορισθενής
Headword (normalized):
δορισθενής
Headword (normalized/stripped):
δορισθενης
IDX:
8782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8785
Key:
dorisqenh/s
Data
{'content': 'δορισθενής\n δορισθενής, ές\n σθένος\n mighty with the spear, Aesch.', 'key': 'dorisqenh/s'}