Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
δορπέω
View word page
δοριπτοίητος
δοριπτοίητος δορι-πτοίητος, ον πτοιέω scattered by the spear, Anth.
ShortDef
scattered by the spear
Debugging
Headword:
δοριπτοίητος
Headword (normalized):
δοριπτοίητος
Headword (normalized/stripped):
δοριπτοιητος
IDX:
8781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8784
Key:
doriptoi/htos
Data
{'content': 'δοριπτοίητος\n δορι-πτοίητος, ον\n πτοιέω\n scattered by the spear, Anth.', 'key': 'doriptoi/htos'}