Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δορός
View word page
δορίπονος
δορίπονος δορί-πονος, ον toiling with the spear, Aesch., Eur.
ShortDef
toiling with the spear
Debugging
Headword:
δορίπονος
Headword (normalized):
δορίπονος
Headword (normalized/stripped):
δοριπονος
IDX:
8780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8783
Key:
dori/ponos
Data
{'content': 'δορίπονος\n δορί-πονος, ον\n toiling with the spear, Aesch., Eur.', 'key': 'dori/ponos'}