Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
View word page
δοριπετής
δοριπετής δορῐ-πετής, ές πίπτω fallen by the spear, Eur.

ShortDef

fallen by the spear

Debugging

Headword:
δοριπετής
Headword (normalized):
δοριπετής
Headword (normalized/stripped):
δοριπετης
IDX:
8779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8782
Key:
doripeth/s

Data

{'content': 'δοριπετής\n δορῐ-πετής, ές\n πίπτω\n fallen by the spear, Eur.', 'key': 'doripeth/s'}