Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
δορκαλίς
View word page
δορίπαλτος
δορίπαλτος δορί-παλτος, ον πάλλω wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, i. e. on the right hand, Aesch.
ShortDef
wielding the spear
Debugging
Headword:
δορίπαλτος
Headword (normalized):
δορίπαλτος
Headword (normalized/stripped):
δοριπαλτος
IDX:
8778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8781
Key:
dori/paltos
Data
{'content': 'δορίπαλτος\n δορί-παλτος, ον\n πάλλω\n wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, i. e. on the right hand, Aesch.', 'key': 'dori/paltos'}