Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορίτολμος
δορκάδειος
View word page
δοριμήστωρ
δοριμήστωρ δορῐ-μήστωρ, ορος, master of the spear, Eur.
ShortDef
master of the spear
Debugging
Headword:
δοριμήστωρ
Headword (normalized):
δοριμήστωρ
Headword (normalized/stripped):
δοριμηστωρ
IDX:
8777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8780
Key:
dorimh/stwr
Data
{'content': 'δοριμήστωρ\n δορῐ-μήστωρ, ορος,\n master of the spear, Eur.', 'key': 'dorimh/stwr'}