Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
δοριτίνακτος
View word page
δορίληπτος
δορίληπτος δορί-ληπτος, ον Ion. δουρί- λαμβάνω won by the spear, Soph., Eur., δουρίληπτος, Soph.

ShortDef

won by the spear

Debugging

Headword:
δορίληπτος
Headword (normalized):
δορίληπτος
Headword (normalized/stripped):
δοριληπτος
IDX:
8774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8777
Key:
dori/lhptos

Data

{'content': 'δορίληπτος\n δορί-ληπτος, ον\n Ion. δουρί-\n λαμβάνω\n won by the spear, Soph., Eur., δουρίληπτος, Soph.', 'key': 'dori/lhptos'}