δορίληπτος
δορίληπτος
δορί-ληπτος, ον
Ion. δουρί-
λαμβάνω
won by the spear, Soph., Eur., δουρίληπτος, Soph.
{ "content": "δορίληπτος\n δορί-ληπτος, ον\n Ion. δουρί-\n λαμβάνω\n won by the spear, Soph., Eur., δουρίληπτος, Soph.", "key": "dori/lhptos" }