δορίκτητος
δορίκτητος
δορί-κτητος, ον
won by the spear, Eur.: Hom. has Ionic fem. δουρικτητή.
{ "content": "δορίκτητος\n δορί-κτητος, ον\n won by the spear, Eur.: Hom. has Ionic fem. δουρικτητή.", "key": "dori/kthtos" }