Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
δοριστέφανος
View word page
δορίκτητος
δορίκτητος δορί-κτητος, ον won by the spear, Eur.: Hom. has Ionic fem. δουρικτητή.
ShortDef
won by the spear
Debugging
Headword:
δορίκτητος
Headword (normalized):
δορίκτητος
Headword (normalized/stripped):
δορικτητος
IDX:
8773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8776
Key:
dori/kthtos
Data
{'content': 'δορίκτητος\n δορί-κτητος, ον\n won by the spear, Eur.: Hom. has Ionic fem. δουρικτητή.', 'key': 'dori/kthtos'}