Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δοριπτοίητος
δορισθενής
View word page
δορίκρανος
δορίκρανος δορί-κρᾱνος, ον κάρα spear-headed, Aesch.
ShortDef
spear-headed
Debugging
Headword:
δορίκρανος
Headword (normalized):
δορίκρανος
Headword (normalized/stripped):
δορικρανος
IDX:
8772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8775
Key:
dori/kranos
Data
{'content': 'δορίκρανος\n δορί-κρᾱνος, ον\n κάρα\n spear-headed, Aesch.', 'key': 'dori/kranos'}