Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
View word page
δοριθήρατος
δοριθήρατος δορῐ-θήρᾱτος, ον θηράω taken by the spear, Eur.

ShortDef

taken by the spear

Debugging

Headword:
δοριθήρατος
Headword (normalized):
δοριθήρατος
Headword (normalized/stripped):
δοριθηρατος
IDX:
8770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8773
Key:
doriqh/ratos

Data

{'content': 'δοριθήρατος\n δορῐ-θήρᾱτος, ον\n θηράω\n taken by the spear, Eur.', 'key': 'doriqh/ratos'}