Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
δοριπετής
View word page
δορίγαμβρος
δορίγαμβρος δορί-γαμβρος (ῐ), ον bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.

ShortDef

bride of battles

Debugging

Headword:
δορίγαμβρος
Headword (normalized):
δορίγαμβρος
Headword (normalized/stripped):
δοριγαμβρος
IDX:
8769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8772
Key:
dori/gambros

Data

{'content': 'δορίγαμβρος\n δορί-γαμβρος (ῐ), ον\n bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.', 'key': 'dori/gambros'}