Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
δορίπαλτος
View word page
δοριάλωτος
δοριάλωτος δορι-άλωτος, ον δουρι- Ionic ἁλῶναι captive of the spear, taken in war, Hdt., Eur.; Ionic δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, Soph.

ShortDef

captive of the spear, taken in war

Debugging

Headword:
δοριάλωτος
Headword (normalized):
δοριάλωτος
Headword (normalized/stripped):
δοριαλωτος
IDX:
8768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8771
Key:
doria/lwtos

Data

{'content': 'δοριάλωτος\n δορι-άλωτος, ον\n δουρι- Ionic\n ἁλῶναι\n captive of the spear, taken in war, Hdt., Eur.; Ionic δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, Soph.', 'key': 'doria/lwtos'}