Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δοριμήστωρ
View word page
δορήϊος
δορήϊος , η, ον δόρυ wooden, Anth.

ShortDef

wooden

Debugging

Headword:
δορήϊος
Headword (normalized):
δορήϊος
Headword (normalized/stripped):
δορηιος
IDX:
8767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8770
Key:
dorh/ios

Data

{'content': 'δορήϊος\n , η, ον\n δόρυ\n wooden, Anth.', 'key': 'dorh/ios'}