Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
δορίληπτος
View word page
δορά
δορά δορά, ἡ, δέρω a skin, hide, Theogn., Hdt.

ShortDef

a skin, hide
beam

Debugging

Headword:
δορά
Headword (normalized):
δορά
Headword (normalized/stripped):
δορα
IDX:
8764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8767
Key:
dora/1

Data

{'content': 'δορά\n δορά, ἡ,\n δέρω\n a skin, hide, Theogn., Hdt.', 'key': 'dora/1'}