Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
δορίκτητος
View word page
δοξόσοφος
δοξόσοφος δοξό-σοφος, ον wise in oneʼs own conceit, Plat.
ShortDef
wise in one's own conceit
Debugging
Headword:
δοξόσοφος
Headword (normalized):
δοξόσοφος
Headword (normalized/stripped):
δοξοσοφος
IDX:
8763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8766
Key:
doco/sofos
Data
{'content': 'δοξόσοφος\n δοξό-σοφος, ον\n wise in oneʼs own conceit, Plat.', 'key': 'doco/sofos'}