Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
δορίκρανος
View word page
δοξοσοφία
δοξοσοφία δοξοσοφία, ἡ, conceit of wisdom, Plat. from δοξόσοφος

ShortDef

conceit of wisdom

Debugging

Headword:
δοξοσοφία
Headword (normalized):
δοξοσοφία
Headword (normalized/stripped):
δοξοσοφια
IDX:
8762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8765
Key:
docosofi/a

Data

{'content': 'δοξοσοφία\n δοξοσοφία, ἡ,\n conceit of wisdom, Plat.\n from δοξόσοφος', 'key': 'docosofi/a'}