Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
δορικανής
View word page
δοξόομαι
δοξόομαι δοξόομαι, perf. δεδόξωμαι· Pass.:— to have the character or credit of being, c. inf., Hdt.
ShortDef
to have the character
Debugging
Headword:
δοξόομαι
Headword (normalized):
δοξόομαι
Headword (normalized/stripped):
δοξοομαι
IDX:
8761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8764
Key:
doco/omai
Data
{'content': 'δοξόομαι\n δοξόομαι,\n perf. δεδόξωμαι· Pass.:— to have the character or credit of being, c. inf., Hdt.', 'key': 'doco/omai'}