Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόνημα
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρατος
View word page
δοξοματαιόσοφος
δοξοματαιόσοφος δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον a would-be philosopher, Anth.

ShortDef

a would-be philosopher

Debugging

Headword:
δοξοματαιόσοφος
Headword (normalized):
δοξοματαιόσοφος
Headword (normalized/stripped):
δοξοματαιοσοφος
IDX:
8760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8763
Key:
docomataio/sofos

Data

{'content': 'δοξοματαιόσοφος\n δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον\n a would-be philosopher, Anth.', 'key': 'docomataio/sofos'}