Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
δοριάλωτος
View word page
δοξομανής
δοξομανής δοξο-μᾰνής, ές μαίνομαι mad after fame.

ShortDef

mad after fame

Debugging

Headword:
δοξομανής
Headword (normalized):
δοξομανής
Headword (normalized/stripped):
δοξομανης
IDX:
8758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8761
Key:
docomanh/s

Data

{'content': 'δοξομανής\n δοξο-μᾰνής, ές\n μαίνομαι\n mad after fame.', 'key': 'docomanh/s'}