Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δονακόχλοος
δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
δορήϊος
View word page
δοξοκόπος
δοξοκόπος δοξο-κόπος, ον κόπτω thirsting for popularity.

ShortDef

thirsting for popularity

Debugging

Headword:
δοξοκόπος
Headword (normalized):
δοξοκόπος
Headword (normalized/stripped):
δοξοκοπος
IDX:
8757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8760
Key:
docoko/pos

Data

{'content': 'δοξοκόπος\n δοξο-κόπος, ον\n κόπτω\n thirsting for popularity.', 'key': 'docoko/pos'}