Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξόομαι
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δορά
δορατισμός
δορατοπαχής
View word page
δοξοκοπία
δοξοκοπία δοξοκοπία, ἡ, thirst for popularity, Plut. from δοξοκόπος

ShortDef

thirst for popularity

Debugging

Headword:
δοξοκοπία
Headword (normalized):
δοξοκοπία
Headword (normalized/stripped):
δοξοκοπια
IDX:
8756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8759
Key:
docokopi/a

Data

{'content': 'δοξοκοπία\n δοξοκοπία, ἡ,\n thirst for popularity, Plut.\n from δοξοκόπος', 'key': 'docokopi/a'}