Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκόπος
δοξομανής
δοξομανία
View word page
δονέω
δονέω to shake, of wind, Il.; δ. γάλα to shake it, as to make butter, Hdt. to drive about, Lat. agitare, Od., Pind.:—Pass., ἡ Ἀσίη ἐδονέετο Asia was in commotion, Hdt.; αἰθὴρ δονεῖται Ar.

ShortDef

to shake

Debugging

Headword:
δονέω
Headword (normalized):
δονέω
Headword (normalized/stripped):
δονεω
IDX:
8749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8752
Key:
done/w

Data

{'content': 'δονέω\n to shake, of wind, Il.; δ. γάλα to shake it, as to make butter, Hdt.\n to drive about, Lat. agitare, Od., Pind.:—Pass., ἡ Ἀσίη ἐδονέετο Asia was in commotion, Hdt.; αἰθὴρ δονεῖται Ar.', 'key': 'done/w'}