Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
δοξαστός
δοξοκοπέω
View word page
δονακόεις
δονακόεις δονᾰκόεις, εσσα, εν δόναξ reedy, Eur.; δόλος δ., of a reed covered with birdlime, Anth.
ShortDef
reedy
Debugging
Headword:
δονακόεις
Headword (normalized):
δονακόεις
Headword (normalized/stripped):
δονακοεις
IDX:
8745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8748
Key:
donako/eis
Data
{'content': 'δονακόεις\n δονᾰκόεις, εσσα, εν\n δόναξ\n reedy, Eur.; δόλος δ., of a reed covered with birdlime, Anth.', 'key': 'donako/eis'}