Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
δόξα
δόξασμα
View word page
δονακῖτις
δονακῖτις δονακῖτις, ιδος δόναξ of reed, Anth.

ShortDef

of reed

Debugging

Headword:
δονακῖτις
Headword (normalized):
δονακῖτις
Headword (normalized/stripped):
δονακιτις
IDX:
8743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8746
Key:
donaki=tis

Data

{'content': 'δονακῖτις\n δονακῖτις, ιδος\n δόναξ\n of reed, Anth.', 'key': 'donaki=tis'}