Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
δόξα
View word page
δονακεύς
δονακεύς δονᾰκεύς, έως, δόναξ a thicket of reeds, Il. = δόναξ, Anth.

ShortDef

a thicket of reeds

Debugging

Headword:
δονακεύς
Headword (normalized):
δονακεύς
Headword (normalized/stripped):
δονακευς
IDX:
8742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8745
Key:
donakeu/s

Data

{'content': 'δονακεύς\n δονᾰκεύς, έως,\n δόναξ\n a thicket of reeds, Il.\n = δόναξ, Anth.', 'key': 'donakeu/s'}