Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δόναξ
δονέω
δόνημα
δοξάζω
View word page
δονακεύομαι
δονακεύομαι δονακεύομαι, Dep. to fowl with reed and birdlime, Anth. from δονᾰκεύς

ShortDef

to fowl with reed and birdlime

Debugging

Headword:
δονακεύομαι
Headword (normalized):
δονακεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δονακευομαι
IDX:
8741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8744
Key:
donakeu/omai

Data

{'content': 'δονακεύομαι\n δονακεύομαι,\n Dep. to fowl with reed and birdlime, Anth.\n from δονᾰκεύς', 'key': 'donakeu/omai'}