Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δόναξ
View word page
δόμονδε
δόμονδε adverbhome, homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.
ShortDef
home, homeward
Debugging
Headword:
δόμονδε
Headword (normalized):
δόμονδε
Headword (normalized/stripped):
δομονδε
IDX:
8738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8741
Key:
do/monde
Data
{'content': 'δόμονδε\nadverbhome, homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.', 'key': 'do/monde'}