Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
δονακοτρόφος
View word page
δομαῖος
δομαῖος δομαῖος, α, ον δομή for building, Anth.

ShortDef

for building

Debugging

Headword:
δομαῖος
Headword (normalized):
δομαῖος
Headword (normalized/stripped):
δομαιος
IDX:
8736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8739
Key:
domai=os

Data

{'content': 'δομαῖος\n δομαῖος, α, ον\n δομή\n for building, Anth.', 'key': 'domai=os'}