Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακόεις
View word page
δόλωσις
δόλωσις δόλωσις, εως δολόω a tricking, Xen.

ShortDef

a tricking

Debugging

Headword:
δόλωσις
Headword (normalized):
δόλωσις
Headword (normalized/stripped):
δολωσις
IDX:
8735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8738
Key:
do/lwsis

Data

{'content': 'δόλωσις\n δόλωσις, εως\n δολόω\n a tricking, Xen.', 'key': 'do/lwsis'}