Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δολορράφος
δόλος
δολοφονέω
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δομαῖος
δομή
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακῖτις
δονακογλύφος
View word page
δολῶπις
δολῶπις δολ-ῶπις, ιδος ὤψ artful-looking, treacherous, Soph.

ShortDef

artful-looking, treacherous

Debugging

Headword:
δολῶπις
Headword (normalized):
δολῶπις
Headword (normalized/stripped):
δολωπις
IDX:
8734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8737
Key:
dolw=pis

Data

{'content': 'δολῶπις\n δολ-ῶπις, ιδος\n ὤψ\n artful-looking, treacherous, Soph.', 'key': 'dolw=pis'}